μελισσοκομικός

μελισσοκομικός
-ή, -ό [μελισσοκόμος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσοκομία ή στον μελισσοκόμο
2. το θηλ. ως ουσ. η μελισσοκομική
η μελισσοκομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”